- μυροβοστρυχόεις
- μῠρο-βοστρῠχόεις, εσσα, εν,A with perfumed locks, Epic.Alex.Adesp.9 iii 9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυροβοστρυχόεις — μυροβοστρυχόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει μυρωμένες, αρωματισμένες τις πλεξούδες τών μαλλιών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυροβόστρυχος + κατάλ. όεις] … Dictionary of Greek
μυροβόστρυχος — μυροβόστρυχος, ον (Α) μυροβοστρυχόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βόστρυχος «πλεξούδα»] … Dictionary of Greek